Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είναι κλειστό

  • 1 закрыть

    закрыть в разн. знач. κλείνω σκεπάζω (покрывать)' закройте, пожалуйста, дверь κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα \закрыть глаза κλείνω τα μάτια закрыто (вывеска) είναι κλειστό \закрыть собрание κλείνω τη συνεδ ρίαση
    * * *
    в разн. знач.
    κλείνω; σκεπάζω ( покрывать)

    закро́йте, пожа́луйста, дверь — κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα

    закры́ть глаза́ — κλείνω τα μάτια

    закры́ть собра́ние — κλεινω τη συνεδρίαση

    Русско-греческий словарь > закрыть

  • 2 закрытый

    επ. από μτχ.
    1. κλεισμένος, κλειστός•

    дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•

    -ая машина κλειστό αυτοκίνητο•

    газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•

    закрытый воротник κλειστός γιακάς•

    -ые границы κλειστά σύνορα.

    2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•

    -ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.

    3. κρυφός μη φανερός•

    -ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.

    εκφρ.
    - ое голосование – μυστική ψηφοφορία•
    - ое письмо – κλειστό γράμμα•
    - ые туфли – κλειστά παπούτσια•
    -ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•
    в -ом помещении – σε κλειστό χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > закрытый

См. также в других словарях:

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • Μουρμάνσκ — Πόλη (353.500 κάτ.) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (144.900 τ. χλμ., 983.300 κάτ.). Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Τουλόμα, στη θάλασσα του Μπάρεντς, στο βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου Κόλα, και είναι πάντα ελεύθερη από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»